-
1 συγ-κατα-νεύω
συγ-κατα-νεύω, mit oder zugleich bewilligen, Beifall nicken; Agath. 21 (V, 287); τοῖς λεγομένοις, Pol. 3, 52, 6; ἐκείνῳ ἅπαντα συγκατένευον, 7, 4, 9.
1 συγ-κατα-νεύω
συγ-κατα-νεύω, mit oder zugleich bewilligen, Beifall nicken; Agath. 21 (V, 287); τοῖς λεγομένοις, Pol. 3, 52, 6; ἐκείνῳ ἅπαντα συγκατένευον, 7, 4, 9.